RetsinesBasilia
Δράσεις Εκδηλώσεις Πολιτιστικά

«Οι ρετσίνες του βασιλιά» του Ισίδωρου Ζουργού στο 2ο Λύκειο

Το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020 στο κατάμεστο από κόσμο αμφιθέατρο του 2ου Λυκείου, έγινε η παρουσίαση του μυθιστορήματος του Ισίδωρου Ζουργού «Οι ρετσίνες του βασιλιά» από το διευθυντή του Λυκείου φιλόλογο κ. Πέτρο Πιτσιάκκα. Για τη βιογραφία – εργογραφία του συγγραφέα μίλησε η μαθήτρια του Λυκείου Ζορμπά Θεοδώρα. Την τεχνική υποστήριξη είχε η μαθήτρια Βερυκίου Μαριαντίνα.

Ο διευθυντής του σχολείου αφού καλωσόρισε και ευχαρίστησε τον συγγραφέα κ. Ισίδωρο Ζουργό, για την παρουσία του στο 2ο Λύκειο Ναυπάκτου, τόνισε ότι μία από τις προϋποθέσεις για να είναι αποτελεσματικό ένα σχολείο είναι η εξωστρέφεια και η διασύνδεση του με την κοινωνία. Θα πρέπει δηλαδή να είναι ανοικτό στην κοινωνία και να μην είναι μόνο χώρος γνώσης, αλλά και εργαστήρι πολιτισμού. Θα πρέπει να προσπαθεί, μέσα από την ανάπτυξη διαφόρων πρωτοβουλιών και δράσεων, να αφήνει το αποτύπωμα του και να συμβάλλει στην πολιτιστική αναβάθμιση της πόλης. Στα πλαίσια αυτής της φιλοσοφίας εντάσσεται και η συγκεκριμένη παρουσίαση.

Zourgios

Μιλώντας για το βιβλίο τόνισε, μεταξύ των άλλων, τα εξής:

«Το τελευταίο μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού «Οι ρετσίνες του βασιλιά», ανιχνεύει την επώδυνη ματιά στα απόκρυφα της ζωής μας. Περιγράφει τη σταδιακή αποδόμηση ενός εξουσιαστή πατριάρχη, αλλά και την αμηχανία και τον τρόμο του, μπροστά σε έναν κόσμο, που αλλάζει με τρομακτικές ταχύτητες, που ο ίδιος δεν μπορεί να διαχειριστεί.

Οι ανύπαρκτες σχέσεις γονιού-παιδιών είναι η μόνιμη πληγή που δυναστεύει τον άνθρωπο, εδώ και αιώνες. Στα χρόνια μας, τα παιδιά μιλούν ανοιχτά, δεν σωπαίνουν, όπως παλιότερα, και τα λόγια τους «αποδομούν» τους γονείς, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να διατηρηθεί μια κάποια ισορροπία.

Ο συγγραφέας ασχολείται μ’ αυτό ακριβώς το θέμα, βάζοντας τον ήρωα του, το Λεόντιο Έξαρχο, στη θέση του γονιού, ενός γονιού απόντα, επί χρόνια, από τη ζωή των θυγατέρων του, ενός γονιού που έζησε όπως επιθυμούσε και στα στερνά βρίσκεται μόνος και παραπονεμένος. Μόνο που τώρα παραπονιέται, από την απουσία και την απαξίωση των παιδιών του. Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, ο Ζουργός μας περιγράφει έναν αγώνα σκληρό, που εξελίσσεται από απόσταση. Ο ήρωας-πατέρας, γέρος, εγωιστής ανακαλεί τις αιτίες που
προκάλεσαν την απέραντη και σκληρή (για εκείνον) μοναξιά, δίνοντας άφεση από την αρχή στον εαυτό του. Είναι αποτυχημένος, ως πατέρας, ωστόσο νιώθει βαθύτατα αδικημένος και εξακολουθεί να μένει δειλός και τυφλός, μπροστά στην αλήθεια.

Ο Λεόντιος Έξαρχος, είναι ένας πετυχημένος μηχανικός και επιχειρηματίας, ένας καλοβαλμένος αστός, που έχει υπερβεί την έβδομη δεκαετία της ζωής του, με πλούτο εμπειριών. Έχει ταξιδέψει σε κάθε γωνιά της γης, έχει συναναστραφεί ανθρώπους με ισχύ, και τώρα εγκαθίσταται στο παλαιό αρχοντικό του νεκρού πεθερού του σε ένα ορεινό χωριό της Ελλάδας, την εποχή της κρίσης. Είναι χήρος, με τρεις κόρες, με διαφορετικό χαρακτήρα η καθεμιά, οι οποίες συναντούν την απροθυμία τού πατέρα τους να τις αποδεχτεί, ή έστω να τις κατανοήσει.

Στη δύση της ζωής του, τον ακολουθούν οι αρνήσεις τους στις επιθυμίες του, αρνήσεις που όρθωσαν και τα μεταξύ τους τείχη «σαν να ’ταν τα λόγια των κοριτσιών του ακρίδες κι αυτός ένα στάχυ μονάχο».
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πρόσφατη απώλεια της γυναίκας του, Ουρανίας, αλλά και το ότι έχει βγει στη σύνταξη, τον οδηγούν στο να αφήσει το ρετιρέ του Φαλήρου, και να μετακομίσει στον πύργο του Ζαμάνη, όπως έχουν βαφτίσει στο χωριό το πατρικό σπίτι της γυναίκας του.


Αναχωρεί από τον κόσμο του επιλέγοντας, για τον εαυτό του, την ελευθερία, που έχει αρνηθεί στις κόρες του
Μόνος, δέσμιος της χειρότερης μοναξιάς που γεννά η αποξένωση από τα παιδιά, γίνεται βασιλιάς σε ένα ερημωμένο βασίλειο, με έναν μόνο υπήκοο: Τον μισότρελο του χωριού, τον Μασούρη, για τον οποίο έλεγαν πως «έκανε συντροφιά στα τζιτζίκια», μια σύγχρονη έκδοση μεσαιωνικού γελωτοποιού, ο οποίος έσερνε μαζί του, μια πικρή εμπειρία, αιτία τού κακού: «Ο γέρος του δούλευε στα νταμάρια. Ο Μασούρης από μικρό παιδί τον έβλεπε να κουβαλάει και να ταχτοποιεί μασούρια με δυναμίτες. Κάποια μέρα τον έφεραν τυλιγμένο σε κουβέρτα. Από
τότε λένε πως του ’στριψε…»

Αυτός ο μισότρελος του λέει αλήθειες ή τον ωθεί ν’ ανακαλύπτει αλήθειες, για τη γυναίκα του, για τον πεθερό του. Γίνεται ο συνοδός του, ο άτυπος υπηρέτης του, η συντροφιά και ο προστατευόμενος του, ένας γραφικός υπασπιστής ενός γραφικού βασιλιά. Γράφει ανεπίδοτα γράμματα, πότε στη νεκρή σύζυγο του και πότε στις τρεις κόρες του, αποκαλύπτοντας τα σοβαρά και τα φαιδρά της καθημερινότητάς του, αφήνοντας το θυμό και την πίκρα μιας ολόκληρης ζωής να βρουν διέξοδο. Όσο περνά ο καιρός, σ’ αυτό τον ένα περίπου χρόνο, τα γράμματα γεμίζουν με όλο και περισσότερα προσωπικά-οικογενειακά θέματα-πληγές.

Ο λόγος του συγγραφέα γίνεται μαχαίρι, που χαράζει βαθειά.

Ό,τι διαδραματίζεται στο χωριό και ό,τι αφορά στην εξέλιξη της ιστορίας, ο συγγραφέας επιλέγει να το δώσει με αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Τα ουσιώδη, όμως, που αφορούν τον ‘‘βασιλιά’’ Λεόντιο Έξαρχο, θα τα δώσει ως επιστολές, σε πρώτο πρόσωπο, προς την ήδη νεκρή σύζυγο του και προς τις κόρες του. Είναι η κατάθεση – απολογισμός μιας ζωής, το παράπονο, ο τελικός λογαριασμός του, με όλους και με όλα. Σ’ αυτή τη ‘‘σούμα’’ θα ζυγιστεί και θα βρεθεί λιποβαρής, πρώτα ο ίδιος, αφού θα διαπιστώσει πως δεν ήταν μόνο αυτός που πρόδωσε, αλλά και αυτός που προδόθηκε, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να γκρεμιστεί από τον θρόνο του.

Το γλωσσικό ύφος του μυθιστορήματος είναι λιτό, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της αφήγησης. Τα περισσότερα μυθιστορήματα του Ζουργού, ακολουθούν μία γραμμική διαδρομή, παράλληλη με τις ζωές των ηρώων του. Στις «Ρετσίνες» δεν συμβαίνει αυτό. Εδώ, ο ήρωας δεν επιστρέφει στα γεγονότα της ζωής του, αλλά στους ανθρώπους. Και κυρίως, στις προηγούμενες εκδοχές του εαυτού του. Και ανακαλύπτει ότι ο μόχθος του γήρατος αφορά, κυρίως, την προσπάθεια να συγχωρέσεις τον εαυτό σου.

Πρόκειται, ασφαλώς, για το πιο «βαθύ» βιβλίο του Ζουργού, το πιο «εσωτερικό». Αυτό είναι λογικό καθώς, η έλλειψη «σκηνικού» και εικόνων συμπιέζει το περιγραφικό στοιχείο, αφού όλα σε ένα χωριό συμβαίνουν. Δεν μας ενδιαφέρουν αυτά, που βλέπει ο ήρωας. Θέλουμε να ακούσουμε τη σκέψη του, να αισθανθούμε το βάρος, που κουβαλάει. Αυτό, ο συγγραφέας το πετυχαίνει χρησιμοποιώντας το εύρημα του διαβάσματος των ανεπίδοτων επιστολών του ήρωα, με το οποίο μας βάζει στη θέση του ψυχαναλυτή του.

«Οι ρετσίνες του βασιλιά» είναι μια σύγχρονη ηθογραφία, με ισχυρές ψυχολογικές τομές και έντονους προβληματισμούς για το τι είναι επιτυχία, ευτυχία, πόνος, ολοκλήρωση. Είναι μια καταβύθιση στον κόσμο της ανθρώπινης μοναξιάς του 21 ου αιώνα, την οποία βιώνει ένας άνθρωπος τρίτης ηλικίας. Μοναξιά, που οφείλεται σε φυσικούς παράγοντες όπως είναι ο θάνατος, αλλά και μοναξιά, που προκύπτει, λόγω αδυναμίας κατανόησης, στάσεων και συμπεριφορών, γεγονός που πηγάζει κυρίως από το χάσμα γενεών, φαινόμενο που εντοπίζεται, πολλές φορές, μεταξύ των μελών μιας οικογένειας. Όλα αυτά, δομημένα άριστα, με τρόπο που ο αναγνώστης να ταυτίζεται με τα πρόσωπα, να τα συμπαθεί, να γελά ή να θυμώνει μαζί τους, να συμπάσχει, να συγχωρεί, να κατανοεί, να ελπίζει. Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, αναδεικνύεται η κοινή μοίρα των ανθρώπων, η αναμέτρησή τους με το τίποτα, ενώ παρούσες είναι πάντα οι προδοσίες, οι διαψεύσεις, οι ματαιώσεις, οι αθέατες πλευρές της σελήνης».

Ο συγγραφέας στην παρέμβαση του τόνισε τα εξής:

«Τα τελευταία χρόνια ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα το οποίο θα αποτύπωνε το πώς μία εξουσιαστική περσόνα, και δεν αναφέρομαι μόνο σε πρόσωπα που η εξουσία τους πηγάζει από την πολιτική, αλλά και σε εκείνη που προέρχεται από τα δύο φύλα ή τις σχέσεις του γονιού με το παιδί, το πώς λοιπόν αυτό το πρόσωπο βιώνει στο τέλος της ζωής του την κατάσταση, τότε που το έδαφος χάνεται κάτω από τα πόδια του. Με λίγο πιο θεωρητικούς όρους, θα έλεγα, το πώς μία εξουσιαστική περσόνα νιώθει ότι αποδομείται, σιγά σιγά, κυρίως με το πέρασμα του χρόνου. Στην περίπτωση του μυθιστορήματος, βέβαια, δεν είναι μόνο ο χρόνος αυτός που αποδομεί τον πρωταγωνιστή, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης.

Το μυθιστόρημα μοιάζει με νόμισμα που έχει δυο όψεις. Από τη μια προσπαθεί να συνομιλήσει με τον σαιξπηρικό κόσμο και τον βασιλιά Ληρ, μιας και ο Σαίξπηρ πριν από τόσα χρόνια είχε την ιδέα να αποδώσει, με τον τραγικότερο τρόπο, την αποδόμηση ενός εξουσιαστικού προσώπου. Από την άλλη, είναι η συνομιλία με ένα άλλο κλασικό κείμενο τον Γαργαντούα του Ραμπελαί, με τον οποίο, επίσης το μυθιστόρημα έχει στενή σχέση εσωτερική και εξωτερική. Η λέξη ρετσίνες του τίτλου έχουν λοιπόν να κάνουν με τον Ραμπελαί, ενώ ο βασιλιάς με τον Ληρ. Είναι η προσπάθεια του ήρωα να ξεφύγει από τη μοίρα του Ληρ, που τον ωθεί στον ξέγνοιαστο
αναγεννησιακό κόσμο του Ραμπελαί, αυτόν της χωρίς ενοχή απόλαυσης».

Στη συνέχεια ο Ισίδωρος Ζουργός συνομίλησε με το κοινό.


Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κκ Ιερόθεος, ο Δήμαρχος Ναυπακτίας κ. Βασίλης Γκίζας, ο Δήμαρχος Δωρίδας κ. Γιώργος Καπεντζώνης και πλήθος κόσμου.