Διαγωνισμοί Πολιτιστικά

Ο Α΄ ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΦΕΤΙΝΟΥ ΜΑΘΗΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ, ΓΙΑ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ, ΑΠΟΝΕΜΗΘΗΚΕ ΣΕ ΜΑΘΗΤΗ ΤΟΥ 2ου ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ

Ο Διευθυντής και ο Σύλλογος Διδασκόντων του 2ου Γενικού Λυκείου Ναυπάκτου συγχαίρουν θερμά τον μαθητή της Β΄ Τάξης του Σχολείου μας Βασίλειο-Κωνσταντίνο Παππά του Αποστόλου, στον οποίο απονεμήθηκε ο Α΄ Έπαινος Διηγήματος για το Λύκειο, του εφετινού Μαθητικού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού των Τριών Ιεραρχών, για το Διήγημά του «Η τελευταία Κυριακή». Τον Διαγωνισμό διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, με την συνεργασία της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αιτωλοακαρνανίας.

Το θέμα του Διαγωνισμού ήταν: «Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ὁ “μετάνθρωπος” τῆς τεχνολογίας».

Η εκδήλωση στην οποία ανακοινώθηκαν και απονεμήθηκαν τα βραβεία και οι έπαινοι του Διαγωνισμού πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, την Δευτέρα, 29 Ιανουαρίου 2024, μετά τον Εσπερινό της εορτής.

Παραθέτουμε στη συνέχεια το Διήγημα του μαθητή μας με τίτλο

«Η τελευταία Κυριακή»:

“-Συγχώρα με μάνα, συγχώρα με…

-Με όλη μου την καρδιά παιδάκι μου!

Έφτασε ξημερώματα Κυριακής, μεγάλος και τρανός, καθηγητής, ερευνητής, επιστήμονας. Είχε εργαστεί χρόνια και το επιστημονικό του έργο εδώ και λίγους μήνες τον είχε κάνει διάσημο. Κατάφερε να δώσει μια άλλη διάσταση στον άνθρωπο και στη σκέψη του, να δημιουργήσει τον δικό του «μετάνθρωπο». Δεν του άρεσε αυτή η ονομασία τη θεωρούσε λιτή και απόλυτη, προτιμούσε τις δύο λέξεις ξεχωριστά «μετά – άνθρωπος».

Ήταν μοναχοπαίδι και ορφανός, μόνο αυτός και η μητέρα του, από τότε που θυμάται τη ζωή του. Τον πατέρα του δεν τον είχε γνωρίσει και η αγάπη του για την μητέρα του ήταν διπλή. Ποτέ δεν της χαλούσε χατίρι όσο ήταν μικρός, κανείς δε χαλούσε χατίρι στην κυρά Αρετή -όνομα και πράμα. Στη γειτονιά και στην ενορία «άνθρωπο του Θεού» την έλεγαν, αγνή και καλοσυνάτη για όλους. Κάθε Κυριακή πήγαιναν οι δυο τους στην εκκλησία, μετά εκείνος στο κατηχητικό και δεν το αρνιόταν, αν και ήταν φορές που δεν το ήθελε.

Είχε από παιδί μια αγνότητα στο χαρακτήρα σαν τη μάνα του, που δεν του επέτρεπε να δει όλη την ασχήμια και τη σκληρότητα του κόσμου. Από μικρός ονειρευόταν άλλωστε να τον αλλάξει, ακόμη και να νικήσει το θάνατο, που του στέρησε τόσο νωρίς τον πατέρα του. Ήθελε να γίνει γνωστός και το όνομά του να προβάλλεται στις μεγάλες οθόνες μαζί με τους υπόλοιπους επιστήμονες των περασμένων γενεών.

Και τα κατάφερε, πέτυχε με ευκολία στο Πανεπιστήμιο. Εκεί ανακάλυψε την επιστημονική γνώση και βούλιαξε στον κόσμο της. Απομακρύνθηκε από τη μητέρα του αλλά και την εκκλησία. Είχε βρει τον σκοπό του, είχε προσδιορίσει τον ρόλο του. Ήταν μοίρα του έλεγε να ανακαλύψει τον τέλειο άνθρωπο, που δεν έχει όρια, δεν περιορίζεται ούτε από το θάνατο, ούτε από τον Θεό.

Όταν γύρισε στο πατρικό του μετά από τις μακροχρόνιες σπουδές ενημέρωσε τη μάνα του για τα όνειρα του, τις έρευνές του, τις επιστημονικές του απόψεις. Αυτή τον άκουσε προσεκτικά και έκρυψε με ευγένεια την απογοήτευσή της, όταν η συζήτηση έφτασε στον μετάνθρωπο της επιστήμης που υπηρετούσε ο γιός της. Ένιωθε η μάνα πως η ανθρωπότητα δεν είναι ακόμα ώριμη για μία ανακάλυψη η οποία βρισκόταν στα όρια της ανηθικότητας. Συζητήσεις για τους κινδύνους της τεχνητής νοημοσύνης είχε ακούσει πολλές στη μητρόπολη τους τελευταίους μήνες, καθώς ήταν ευρύτατα διαδεδομένο πως η επιστήμη κόντευε να πετύχει και αυτό το στόχο, έναν στόχο δίχως σκοπό, έναν στόχο αμφιλεγόμενο και επικίνδυνο, για τον οποίο κανείς πραγματικά δεν ήξερε, αν θα προκαλούσε δεινά ή θα έλυνε προβλήματα.

Ούτε λόγος για την εκκλησία, ούτε μια ευκαιρία δεν έδωσε της μάνας του, όταν του ζήτησε μετά τη συζήτηση να τη συνοδεύσει την Κυριακή στη λειτουργία, άλλωστε τόσα χρόνια μακριά ένιωθε αποκομμένος από τις παιδικές του συνήθειες. Βέβαια όσο κι αν το αρνιόταν στα παιδικά του χρόνια έβρισκε θαλπωρή στο ναό της ενορίας και ακόμη ήταν ένας χώρος στον οποίον θα μπορούσε να επιστρέψει. Τόσα χρόνια μετά όμως ένιωθε ξένος και κάτι τον ωθούσε μακριά. Ίσως να ένιωθε ότι το επιστημονικό έργο του τον απομακρύνει από τον Θεό, ίσως ότι δεν θα είναι δεκτός ίσως…

Από την άλλη πλευρά όλα αυτά τα χρόνια η μητέρα του δεν έπαψε να προσεύχεται για το γιο της. Στα προσκυνήματά της ζητούσε συγχώρηση από τον Κύριο που τον υπηρετούσε ως κοσμική, ενώ βαθιά της επιθυμία εδώ και χρόνια ήταν να γίνει μοναχή. Δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει την επιθυμία της πραγματικότητα, καθώς η ψυχή της ανήκε στον Κύριο, η καρδιά της όμως για πάντα στο μονάκριβο γιό της. Είχε γεράσει, ούτε μέχρι την εκκλησία δεν μπορούσε να φτάσει και με δυσκολία φρόντιζε τον εαυτό της. Περνούσε τις ώρες της με προσευχή και καταφύγιο είχε την πίστη της, που γέμισε την καρδιά της με αισιοδοξία. Η τελευταία ευχή, σε κάθε προσευχή πάντα αφορούσε το μοναχοπαίδι της.

Αυτή η Κυριακή δεν θα ήταν ίδια με όλες τις άλλες, η γειτόνισσα τον κάλεσε επειγόντως να έρθει. Το επιστημονικό του έργο είχε ολοκληρωθεί, το πανεπιστήμιο που εργαζόταν είχε δημοσιεύσει την τελευταία του εργασία. Είχε δημιουργήσει μία νοημοσύνη χωρίς σώμα, έναν άνθρωπο χωρίς όρια, χωρίς όμως και ανθρωπιά. Η ανακάλυψή του έγινε παγκοσμίως γνωστή, καθώς δεν ήταν απλά ένα πρόγραμμα, αλλά ένα ανθρώπινο υποκατάστατο που είχε ελεύθερη βούληση, σκέψη και ίσως με μια ακόμη παρέμβαση να εξέφραζε συναισθήματα.

Στην αρχή νόμιζε πως είχε εκπληρώσει το στόχο και ζούσε το όνειρό του, δεν μπόρεσε όμως να δει κάτω από τα προσωπεία του κόσμου, δεν φαντάστηκε ποτέ ότι μια ανακάλυψη μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα, αν βρεθεί στα χέρια αδίστακτων ανθρώπων. Είχε μεγαλώσει, δεν είχε όμως χάσει ποτέ το συναίσθημα της αγνότητας, που είχε μικρός, αυτό που φρόντισε η μάνα του με την πίστη της να μείνει αλώβητο. Ξαφνικά όλα γύρω του γίνονταν θρύψαλα. Φτωχός, άκαρδος κόσμος δεν του επέτρεψε να βιώσει τα γλυκά συναισθήματα της επιστημονικής του κατάκτησης, πριν ξεκινήσουν τα προβλήματα. Το έργο του έχασε την αρχική στόχευση, μετατράπηκε από τους ισχυρούς σε όπλο ελέγχου και εκείνος πρόδωσε την ηθική του ευθύνη. Τύψεις και οργή γέμισαν τη καρδιά. Ο «μετά-άνθρωπος» του κινδύνευε να μετατραπεί σε Φραγκενστάιν.

Όταν μπήκε στο σπίτι, κατάλαβε ότι το δρόμο για την Αγία Παρασκευή, την εκκλησία της ενορίας του, αυτή την Κυριακή θα τον πάρει μόνος του, για να παρακαλέσει Τον Κύριο να τον δεχτεί ξανά στην Αγκαλιά του και να ευχηθεί στην αγαπημένη του μάνα τον Παράδεισο.

Καθώς της φίλησε το μέτωπο, την ένιωσε να παίρνει την τελευταία ανάσα της ζωής της και μόνο πρόλαβε να της πει:

-Συγχώρα με μάνα, συγχώρα με…”

2024 IANΟΥΡ 29